έρχεται κόλπος σε κάποιον μου έρχεται κόλπος Παθαίνει κόλπο. Τον πιάνει κόλπος. Κόλπος τον έπιασε. Τα έχασε ξαφνικά. Έπαθε σοκ.

Meaning

βιώνω ξαφνικά τεράστια (μάλλον δυσάρεστη) έκπληξη Η φράση χρησιμοποιείται μεταφορικά στην καθομιλουμένη για να εκφράσει ότι κάποιος έρχεται σε κατάσταση έντονου φόβου, άγχους ή σοκ, σαν να υφίσταται μια ξαφνική και σοβαρή σωματική ή συναισθηματική αντίδραση.

Polarity:

Style: Colloquial (λαϊκός)

Emphasis:

Greek

Corpus Examples

Relations

Usages

Forms

Diagnostics

Can different NPs trigger agreement on the verb? no

Does the MWE accept a free XP? no

Cliticisation of the WWS no

Causative-inchoative alternation no

Passivisation no