βάζω σε μπελά κάποιον
Meaning
υποχρεώνω κάποιον να ασχοληθεί με κάποια υπόθεση που του είναι ενοχλητική
Polarity:
Style:
Emphasis:
Greek
Corpus Examples
Relations
βάζω σε φασαρία κάποιον (Synonym)
🠸
Usages
Forms
Diagnostics